Άβελ — Βιβλικό πρόσωπο. Ο δευτερότοκος γιος του Αδάμ. Κατά την Αγία Γραφή (Γένεσις Δ’ 2 κ.ε.), τον σκότωσε o μεγαλύτερος αδελφός του Κάιν από φθόνο για την εύνοια που του είχε δείξει ο Θεός. Η μορφή του Ά. και η εκ μέρους του θυσία αμνών, που συχνά… … Dictionary of Greek
Φεβρ, Ιούλιος-Άβελ — (Faivre, Λιόν 1867 – 1945). Γάλλος ζωγράφος και σκιτσογράφος. Εγκατέλειψε τις ιατρικές του σπουδές για να παρακολουθήσει μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών της Λιόν και στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον συγγραφέα Μπ. Κονστάν στο Παρίσι. Φιλοτέχνησε… … Dictionary of Greek
Κάιν — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν πρωτότοκος γιος του Αδάμ και της Εύας. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη επιδόθηκε στην καλλιέργεια της γης και από τα προϊόντα της καλλιέργειας αυτής προσέφερε θυσία στον Θεό. Ο Θεός, όμως, προτίμησε τη θυσία του αδελφού του,… … Dictionary of Greek
Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération … Wikipédia en Français
АВЕЛЬ — (евр. hevel, возможно, от аккад. aplu, «сын»; греч. Αβελ), в ветхозаветном повествовании второй сын прародителей людей Адама и Евы, «пастырь овец», убитый своим старшим братом земледельцем Каином из зависти: жертва, принесённая Каином («от плодов … Энциклопедия мифологии
КАИН — и Авель (Каин, евр. qajin, от арамейского и арабского корня qjn, «ковать», греческое Κάιν; Авель, евр. hebel, этимология неясна; греч. Άβελ), согласно ветхозаветному преданию (Быт. 4, 1 17), сыновья первой человеческой пары Адама и Евы: «И… … Энциклопедия мифологии
Abel (nombre) — Para otros usos de este término, véase Abel (desambiguación). Abel Representación de Caín conduciendo a Abel a la muerte, por James Tissot. Origen … Wikipedia Español
Авель — Каин убивает Авеля, мозаика в Монреале У этого термина существуют и другие значения, см. Авель (значения). В Библии А … Википедия
Καϊνίτες — Μέλη θρησκευτικής αίρεσης του 2ου και του 3ου αι. μ.Χ. Τιμούσαν τον Κάιν και όλους όσοι θεωρούνταν ασεβείς στην Παλαιά Διαθήκη καθώς επίσης τον Ιούδα τον Ισκαριώτη της Καινής Διαθήκης. Οι Κ. πίστευαν ότι ο Κάιν ήταν η προσωποποίηση της σοφίας και … Dictionary of Greek
επιλυσσώ — ἐπιλυσσῶ, άω (AM) [λυσσώ] 1. λυσσάω από οργή και μίσος εναντίον κάποιου («Κάϊν ὁ τῇ εὐδοκιμήσει τοῡ Ἄβελ ἐπιλυσσήσας», ΠΔ) 2. λυσσάω από πόθο, ποθώ ασυγκράτητα («τῇ ἀθέσμῳ μίξει τῶν ἀλλοφύλων ἐπιλυσσήσαντας», Γρηγ. Νύσα) … Dictionary of Greek
εύα — I Βιβλικό πρόσωπο. Το όνομα της πρώτης γυναίκας και μητέρα ολόκληρου του ανθρώπινου γένους, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη (Γεν. γ’, 20). Ο Αδάμ, όταν πλάστηκε από τον Θεό και εγκαταστάθηκε στον επίγειο παράδεισο, ήταν μόνος. Βλέποντας ο θεός ότι… … Dictionary of Greek